κακαγόρος

κακαγόρος
κακαγόρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κακηγόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακηγόρος — και δωρ. τ. κακαγόρος, ον (Α) αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ ηγόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”